τορπιλισμός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο τορπιλισμός οι τορπιλισμοί
      γενική του τορπιλισμού των τορπιλισμών
    αιτιατική τον τορπιλισμό τους τορπιλισμούς
     κλητική τορπιλισμέ τορπιλισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
τορπιλισμός < τορπιλίζω, τορπιλισ- + -μός [1]

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /toɾ.pi.liˈzmos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: τορ‐πι‐λι‐σμός

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

τορπιλισμός αρσενικό

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]