τουγκστένιο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- τουγκστένιο < (άμεσο δάνειο) αγγλική tungsten
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
τουγκστένιο ουδέτερο
- το χημικό στοιχείο βολφράμιο
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
τουγκστένιο
|