τουμπεκί
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | τουμπεκί | τα | τουμπεκιά |
γενική | του | τουμπεκιού | των | τουμπεκιών |
αιτιατική | το | τουμπεκί | τα | τουμπεκιά |
κλητική | τουμπεκί | τουμπεκιά | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ιά, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδί» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- τουμπεκί < (άμεσο δάνειο) τουρκική tömbeki (ψιλοκομμένα φύλλα καπνού για ναργιλέ) < ιταλική tabacco (καπνός) < ισπανική tabaco[1][2]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
τουμπεκί ουδέτερο
- ποικιλία καπνού που χρησιμοποιείται για κάπνισμα σε ναργιλέ
- ※ Πιάσε ένα αργιλέ αφράτο με Περσίας τουμπεκί («Πέντε μάγκες στον Περαία», τραγούδι του Γιοβάν Τσαούς)
- ※ Όταν καπνίζει ο λουλάς,
εσύ δεν πρέπει να μιλάς.
Κοίταξε, τριγύρω οι μάγκες
κάνουν όλοι τουμπεκί. (Από το τραγούδι «Ο λουλάς», σε στίχους και μουσική του Γιώργου Μητσάκη
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- (κάνω) τουμπεκί ψιλοκομμένο: δεν μιλάω, (προσποιούμαι πως) αγνοώ
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
- τουμβεκίον (παρωχημένο, καθαρεύουσα)
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ τουμπεκί - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'παιδί' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα ισπανικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα στίχους τραγουδιών (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)