τουρκολόι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | τουρκολόι | τα | τουρκολόγια |
γενική | του | τουρκολογιού | των | τουρκολογιών |
αιτιατική | το | τουρκολόι | τα | τουρκολόγια |
κλητική | τουρκολόι | τουρκολόγια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τσάι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
τουρκολόι ουδέτερο
- (μειωτικό) σύνολο / ομάδα Τούρκων
- ※ Ο Βελή - πασιας φτάνοντας στο Μοριά, πήρε αμέσως επαφή και συναγροικιόταν με τους προεστούς. Εφαρμόζοντας την πολιτική του πατέρα του, έκανε πέρα το τουρκολόι που στέκονταν εμπόδιο στα αποσχιστικά σχέδια του Αλή - πασιά. (Μαντινειακά Μοναστήρια, Αθήνα, 1977)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
τουρκολόι
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'τσάι' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με ένθημα -ο- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -λόι (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Μειωτικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)