τουρνικέ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- τουρνικέ < γαλλική tourniquet
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
τουρνικέ ουδέτερο άκλιτο
- (τεχνολογία) συσκευή που περιστρέφεται από μια δύναμη αντίδρασης
- περιστρεφόμενος μηχανισμός από μέταλλο ο οποίος τοποθετείται στην είσοδο δημοσίων χώρων κι επιτρέπει να εισέρχεται σε αυτόν ένα άτομο κάθε φορά
- (ιατρική) αιμοστατικό εξάρτημα, για περίδεση μελών του σώματος ώστε να μειωθεί στο έπακρο η ροή του αίματος.
- → δείτε τους όρους αιμοστατικός ιμάντας, αιμοστατικός επίδεσμος και ιμάντας ίσχαιμης περίδεσης
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
τουρνικέ