τουρ οργήνιε του γέρου να νίνερε, του πουντέ σι να μη σι νίνερε
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Τσακωνικά (tsd)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- τουρ οργήνιε του γέρου να νίνερε, του πουντέ σι να μη σι νίνερε < → λείπει η ετυμολογία
Έκφραση
[επεξεργασία]τουρ οργήνιε του γέρου να νίνερε, του πουντέ σι να μη σι νίνερε
- (μεταφορικά) τις συμβουλές του ηλικιωμένου να ακούς, τις πορδές του (τα ελαττώματά του) να μην τα ακούς
Πηγές
[επεξεργασία]- πορδά - σελ.78.jpg, τόμ.3 - Κωστάκης, Θανάσης Π. Λεξικό της τσακωνικής διαλέκτου. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών, τόμοι Α', Β' 1986, τόμος Γ' 1987), Τόμος 3ος@academyofathens