το αλάθητο του πάπα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | το αλάθητο του πάπο | ||
γενική | του | το αλάθητο του πάπου | ||
αιτιατική | το | το αλάθητο του πάπο | ||
κλητική | το αλάθητο του πάπο | |||
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- το αλάθητο του πάπα < → δείτε τις λέξεις το, αλάθητο, του και πάπας • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
το αλάθητο του πάπα ουδέτερο, μόνο στον ενικό
- (χριστιανισμός): δόγμα της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας σύμφωνα με το οποίο ο πάπας δεν κάνει λάθος όταν μιλάει για θέματα που αφορούν την πίστη ή την ηθική
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
το αλάθητο του πάπα
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σίδερο' στον ενικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά στον ενικό (νέα ελληνικά)
- Επέκταση ετυμολογίας (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Χριστιανισμός (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)