τρέφομαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- τρέφομαι < παθητική φωνή του ρήματος τρέφω
Ρήμα[επεξεργασία]
τρέφομαι, πρτ.: τρεφόμουν, στ.μέλλ.: θα τραφώ, αόρ.: τράφηκα, μτχ.π.π.: θρεμμένος
- λαμβάνω τροφή, τρώω
- το παιδί αυτό δεν τρέφεται σωστά
- τρέφομαι με: λαμβάνω μια συγκεκριμένου είδους τροφή
- το πρόβατο τρέφεται με χόρτα
Σύνθετα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
τρέφομαι
αγγλικά : feed |