τρίτη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
τρίτη θηλυκό (τρίτος αρσενικό)
- η τρίτη συμφωνία του Μπετόβεν, η «Ηρωική»
- Η Τρίτη είναι καλύτερη από την Ποιμενική
- (μαθηματικά) η τρίτη δύναμη ή ο κύβος
- Ύψωσε όλη την παράσταση στην τρίτη και υπολόγισε την τιμή της για x=3
- θέση στο κιβώτιο ταχυτήτων αυτοκινήτου
- Βάλε τρίτη γιατί με τη δευτέρα ζορίζεις τη μηχανή χωρίς λόγο
- μία από τις τάξεις στο Δημοτικό σχολείο, στο Γυμνάσιο και στο Λύκειο
- μεγάλωσε το παιδί μας και τώρα θα πάει στην τρίτη
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
τρίτη