τρίχρωμος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]τρίχρωμος, -η, -ο
- αυτός που φέρει τρία χρώματα
- η σημαία της Ολλανδίας είναι τρίχρωμη
τρίχρωμος, -η, -ο