τρίχωμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- τρίχωμα < τρίχα
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]τρίχωμα ουδέτερο
- το σύνολο των τριχών από ορισμένα μέρη του σώματος (για ανθρώπους) ή από όλο το σώμα (για ζώα)