τρακτέρ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Ένα τρακτέρ

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
τρακτέρ < (λόγιο δάνειο) γαλλική tracteur[1] < λατινικά tractus, μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος traho (σύρω, τραβώ)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

τρακτέρ ουδέτερο άκλιτο

  • μεγάλο όχημα με μεγάλους οπίσθιους τροχούς και μικρότερους εμπρόσθιους που χρησιμοποιείται σε αγροτικές εργασίες.

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]