τραπεζοϋπάλληλος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο/η | τραπεζοϋπάλληλος | οι | τραπεζοϋπάλληλοι |
γενική | του/της του |
τραπεζοϋπαλλήλου τραπεζοϋπάλληλου |
των | τραπεζοϋπαλλήλων |
αιτιατική | τον/την | τραπεζοϋπάλληλο | τους/τις τους |
τραπεζοϋπαλλήλους τραπεζοϋπάλληλους |
κλητική | τραπεζοϋπάλληλε | τραπεζοϋπάλληλοι | ||
Οι δεύτεροι τύποι, μόνον για το αρσενικό. | ||||
Κατηγορία όπως «κάτοικος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]τραπεζοϋπάλληλος αρσενικό ή θηλυκό
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] τραπεζοϋπάλληλος
|