τρασέρ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- τρασέρ < (άμεσο δάνειο) γαλλική traceur
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]τρασέρ αρσενικό άκλιτο, (θηλυκό τρασέζ)