τρελαμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- τρελαμένος < τρέλα
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /tɾe.laˈme.nos/ αρσενικό
- ΔΦΑ : /tɾe.laˈme.ni/ θηλυκό
- ΔΦΑ : /tɾe.laˈme.no/ ουδέτερο
Μετοχή[επεξεργασία]
τρελαμένος, -η, -ο
- που τα έχει χαμένα, που δεν ξέρει τι να πρωτοκάνει