τριανταφυλλί

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
τριανταφυλλί < πορτοκάλ(ι) +

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /tɾi.an.da.fiˈli/
τυπογραφικός συλλαβισμός: τρι‐α‐ντα‐φυλ‐λί
τονικό παρώνυμο: τριαντάφυλλη

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

τριανταφυλλί ουδέτερο άκλιτο

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Επίθετο

[επεξεργασία]

τριανταφυλλί άκλιτο

Συγγενικά

[επεξεργασία]

→ και δείτε τη λέξη τριαντάφυλλο

Κλιτικός τύπος επιθέτου

[επεξεργασία]

τριανταφυλλί