τριβέας

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο τριβέας οι τριβείς
      γενική του τριβέα των τριβέων
    αιτιατική τον τριβέα τους τριβείς
     κλητική τριβέα τριβείς
Κατηγορία όπως «αμφορέας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

τριβέας < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική τριβεύς < τρίβω

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

τριβέας αρσενικό

  1. (επάγγελμα) αυτός που τρίβει επιφάνειες
  2. (μηχανολογία) εξάρτημα μηχανών στο οποίο στηρίζεται και περιστρέφεται άξονας
     συνώνυμα: κοινή ονομασία: κουζινέτο
  3. (τεχνολογία) ηλεκτρικό μηχάνημα που σπάει μικρά αντικείμενα

Μεταφράσεις[επεξεργασία]