τρικ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
τρικ < (λόγιο δάνειο) γαλλική truc[1]

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

τρικ ουδέτερο άκλιτο

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]