τριτημόριο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- τριτημόριο < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική τριτημόριον [1] < (τρίτος) τριτη- + μόριον [2]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /tɾi.tiˈmo.ɾi.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : τρι‐τη‐μό‐ρι‐ο
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]τριτημόριο ουδέτερο
- το ένα από τα τρία μέρη διαιρεμένου συνόλου-όλου
- ※ ο βενετός βάϊλος ανέδειξε έξι νέους κυρίους του νησιού, δύο για κάθε τριτημόριο, εγκαινιάζοντας, έτσι, την έμμεση, αλλά ουσιαστική κυριαρχία της Βενετίας στο χώρο (Αναστασία Παπαδία-Λάλα, Ο Θεσμός των αστικών κοινοτήτων στον ελληνικό χώρο κατά την περίοδο της Βενετοκρατίας (13ος-18ος αι.): μία συνθετική προσέγγιση, Ελληνικόν Ινστιτούτον της Βενετίας, 2004, σελ. 192)
Συγγενικά
[επεξεργασία]→ και δείτε τις λέξεις τρίτος και μόριο
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] τριτημόριο
|
- ↑ τριτημόριο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πρόσωπο' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -μόριο (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)