τριτοκοσμικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- τριτοκοσμικός < Τρίτος Κόσμος + -ικός ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική third-world)
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /tɾi.to.ko.zmiˈkos/
Επίθετο[επεξεργασία]
τριτοκοσμικός, -ή, -ό
- που σχετίζεται με τον Τρίτο Κόσμο, αναφέρεται σ’ αυτόν, ανήκει ή ταιριάζει σ’ αυτόν
- (μειωτικό) (κατ’ επέκταση) που ταιριάζει σε κατώτερους, που δεν προσιδιάζει σε ανθρώπινη συμπεριφορά
Συγγενικά[επεξεργασία]
- τριτοκοσμικά
- → δείτε τις λέξεις Τρίτος Κόσμος, τρία και κόσμος
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
τριτοκοσμικός