τρολαριστής

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο τρολαριστής οι τρολαριστές
      γενική του τρολαριστή των τρολαριστών
    αιτιατική τον τρολαριστή τους τρολαριστές
     κλητική τρολαριστή τρολαριστές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]

τρολαριστής < τρολάρω + -ιστής < τρολ < αγγλική troll

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

τρολαριστής αρσενικό

Άλλες γραφές

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]
  • → δείτε τη λέξη τρολ

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]