τρούμπα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Τρούμπα
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η τρούμπα οι τρούμπες
      γενική της τρούμπας των (τρουμπών)
    αιτιατική την τρούμπα τις τρούμπες
     κλητική τρούμπα τρούμπες
Κατηγορία όπως «νότα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
τρούμπα < τρόμπα

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈtɾum.ba/
τυπογραφικός συλλαβισμός: τρού‐μπα

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

τρούμπα θηλυκό

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]