τρούμπα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | τρούμπα | οι | τρούμπες |
γενική | της | τρούμπας | των | (τρουμπών) |
αιτιατική | την | τρούμπα | τις | τρούμπες |
κλητική | τρούμπα | τρούμπες | ||
Κατηγορία όπως «νότα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- τρούμπα < τρόμπα
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ˈtɾum.ba/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : τρού‐μπα
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]τρούμπα θηλυκό
- (λαϊκότροπο) η αντλία, η τρόμπα
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] τρούμπα
→ δείτε τη λέξη αντλία |
Πηγές
[επεξεργασία]- ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'νότα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά με δύσχρηστη γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λαϊκότροποι όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)