τσέπωμα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το τσέπωμα τα τσεπώματα
      γενική του τσεπώματος των τσεπωμάτων
    αιτιατική το τσέπωμα τα τσεπώματα
     κλητική τσέπωμα τσεπώματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
τσέπωμα < τσεπώνω

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

τσέπωμα ουδέτερο

το τσέπωμα των κερδών
το τσέπωμα των επιχορηγήσεων

Συγγενικά

[επεξεργασία]
→ δείτε τη λέξη  τσέπη

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]