τσίκνα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | τσίκνα | οι | τσίκνες |
γενική | της | τσίκνας | των | (τσικνών) |
αιτιατική | την | τσίκνα | τις | τσίκνες |
κλητική | τσίκνα | τσίκνες | ||
Κατηγορία όπως «νότα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- τσίκνα < μεσαιωνική ελληνική τσίκνα < αρχαία ελληνική κνῖσα
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ˈtsi.kna/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : τσί‐κνα
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]τσίκνα θηλυκό
- η χαρακτηριστική μυρωδιά του κρέατος που ψήνεται στα κάρβουνα (ή που έχει καεί)
- ※ Πού καιρός για σουτ και πού διάθεση για στριμωξίδι στην καντίνα, απ' όπου έβγαινε η τσίκνα και η υπόσχεση για το λαχταριστό σουβλάκι. (Κώστας Ακρίβος (1994) Αρρένων και άλλων αποδημητικών)
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'νότα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά με δύσχρηστη γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)