τσακονική
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | τσακονική | ||
γενική | της | τσακονικής | ||
αιτιατική | την | τσακονική | ||
κλητική | τσακονική | |||
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- τσακονική < ουσιαστικοποιημένο θηλυκό του επιθέτου τσακονικός < Τσάκονας / Τσάκωνας
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]τσακονική θηλυκό, μόνο στον ενικό
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη Τσάκονας
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] τσακονική
|
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ «Η πιθανότερη ερμηνεία (< μεσν. διάκονες) όσο και η τακτική της απλογράφησης που ακολουθούμε, όταν παραδίδονται διαφορετικές γραφές, θα καθιστούσαν καταλληλότερη τη γραφή με -ο-. Γεώργιος Μπαμπινιώτης, Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας