τσατάλι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | τσατάλι | τα | τσατάλια |
γενική | του | τσαταλιού | των | τσαταλιών |
αιτιατική | το | τσατάλι | τα | τσατάλια |
κλητική | τσατάλι | τσατάλια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- τσατάλι < (άμεσο δάνειο) τουρκική çatal (πιρούνι) + -ι
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
τσατάλι ουδέτερο (λαϊκότροπο) και τσάταλο
- διχάλα, φούρκα
- (εργαλείο) διάφορα εργαλεία ή όργανα με διχαλωτό σχήμα: τσιγκέλι, σφεντόνα, τσουγκράνα
- ξυλοδαρμός
- τιμωρία
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- τα νεύρα μου τσατάλια (ή κρόσσια): νευρίασα πολύ, μου έσπασε τα νεύρα, με τσάτισε
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
τσατάλι
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'τραγούδι' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λαϊκότροποι όροι (νέα ελληνικά)
- Εργαλεία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)