τσατσά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | τσατσά | οι | τσατσές & τσατσάδες |
γενική | της | τσατσάς | των | τσατσάδων |
αιτιατική | την | τσατσά | τις | τσατσές & τσατσάδες |
κλητική | τσατσά | τσατσές & τσατσάδες | ||
Κατηγορία όπως «γιαγιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- τσατσά < τσάτσα
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]τσατσά θηλυκό
- (επάγγελμα) αυτή που προΐσταται σε πορνείο ή είναι ιδιοκτήτριά του, η προαγωγός