τσελίκι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | τσελίκι | τα | τσελίκια |
γενική | του | τσελικιού | των | τσελικιών |
αιτιατική | το | τσελίκι | τα | τσελίκια |
κλητική | τσελίκι | τσελίκια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- 1,2,3 τσελίκι < τουρκική çelik
- 4,5 τσελίκι < τουρκική çelikçomak
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
τσελίκι ουδέτερο
- (παρωχημένο) ατσάλι, χάλυβας
- (παρωχημένο) (κατ’ επέκταση) καθετί σκληρό (σαν ατσάλι)
- (παρωχημένο) (μεταφορικά) άνθρωπος εύρωστος και υγιής
- (παρωχημένο) ίσια βεργούλα, με την οποία παίζεται το παιχνίδι ξυλίκι
- (παρωχημένο) (συνεκδοχικά) το παιχνίδι ξυλίκι
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
τσελίκι
|
Πηγές[επεξεργασία]
- Ορφανός, Βασίλης (2020) Τουρκικά δάνεια στα Ελληνικά της Κρήτης, Propylaeum, Heidelberg University Library 2020 (DOI), download.σελ.1-405.pdf, 1η έκδοση:2014