τσιμεντοκονία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- τσιμεντοκονία < τσιμέντ(ο) + -ο- + κονία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
τσιμεντοκονία θηλυκό
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
τσιμεντοκονία
|