τσιμπουκλού

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

(Χρειάζεται τεκμηρίωση…)

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η τσιμπουκλού οι τσιμπουκλούδες
      γενική της τσιμπουκλούς των τσιμπουκλούδων
    αιτιατική την τσιμπουκλού τις τσιμπουκλούδες
     κλητική τσιμπουκλού τσιμπουκλούδες
Κατηγορία όπως «αλεπού» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
τσιμπουκλού < τσιμπουκλ(ής) + κατάληξη θηλυκού -ού (που καπνίζει τσιμπούκι)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

τσιμπουκλού θηλυκό

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]