τσιρέκ'
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- τσιρέκ' < (άμεσο δάνειο) οθωμανική τουρκική چیرك (τεταρτημόριο, το τέταρτο της ώρας) (τουρκική çeyrek) → δείτε και τη λέξη τσεϊρέκι με ... διφθόγγου και αποβολή... • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
τσιρέκ' ουδέτερο
- (ιδιωματικό)
- (Κοζάνη, Καστοριά) τεταρτημόριο, το εν τέταρτον
- → δείτε και τσιγρέκ' (Σαμοθράκη)
- (Κοζάνη) το τέταρτο της ώρας
- (Κοζάνη, Καστοριά) τεταρτημόριο, το εν τέταρτον
Πηγές[επεξεργασία]
- σελ.287 - Χριστόδουλος Χριστοδούλου, Χριστόδουλος. (2020) Δυτικομακεδόνικοι τουρκισμοί, Η φωνητική προσαρμογή των τούρκικων λέξεων στα ελληνικά ιδιώματα της Δυτικής Μακεδονίας, μεταπτυχιακή διπλωματική εργασία, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Τμήμα Φιλολογίας, Τομέας Γλωσσολογίας.