τσοκ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία 1[επεξεργασία]
- τσοκ < (άμεσο δάνειο) αγγλική choke
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
τσοκ ουδέτερο άκλιτο
- παλαιότερο εξάρτημα (είδος κλαπέτου) οχημάτων με μηχανή εσωτερικής καύσης που ρυθμίζει το μείγμα καυσίμου - αέρα στο καρμπυρατέρ· το χρησιμοποιούσαν για να βοηθήσουν την εκκίνηση του κινητήρα τις κρύες μέρες κλείνοντας την παροχή αέρα και τροφοδοτώντας έτσι τη μηχανή με πλουσιότερο μείγμα
- στένεμα στο τέλος της κάννης φορητών πυροβόλων όπλων
- στρογγυλή μέγγενη με 3 ή 4 δόντια, των οποίων το άνοιγμα ρυθμίζεται με ειδικό κλειδί· στους τόρνους εκεί στερεώνεται το κυλιδρικό κομμάτι μετάλλου που θέλουμε να επεξεργαστούμε· στα δράπανα εκεί προσαρμόζονται τρυπάνια διαφορετικών μεγεθών
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Ετυμολογία 2[επεξεργασία]
- τσοκ < (άμεσο δάνειο) αγγλική chock
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
τσοκ ουδέτερο άκλιτο
- τάκος ακινητοποίησης, που εφαρμόζει στους τροχούς των σταθμευμένων αεροπλάνων
- ※ Το λάθος που το έριξαν σε έναν σμηνίτη που αφαίρεσε τα τσοκ (τροχοεμποδιστήρες) από τους τροχούς, προφανώς και δεν ανήκει σε εκείνον (από το κείμενο «Η επιχείρηση “Νίκη” όπως την έζησε ο ηρωικός πιλότος Δημήτρης Μήτσαινας», Active News.gr· πρόσβαση: 2020-09-17)
Συνώνυμα[επεξεργασία]
- τροχοεμποδιστήρας (λόγιο)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)