τσουγκρίζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: τσουγκρανίζω

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
τσουγκρίζω < αρχαία ελληνική συγκρούω < σύν + κρούω • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /t͡suˈɡɾi.zo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: τσου‐γκρί‐ζω

τσουγκρίζω, αόρ.: τσούγκρισα, παθ.φωνή: τσουγκρίζομαι, π.αόρ.: τσουγκρίστηκα, μτχ.π.π.: τσουγκρισμένος

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Εκφράσεις

[επεξεργασία]
  • τα τσούγκρισα με κάποιον: διαφωνήσαμε και τσακωθήκαμε

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]