τσόφλι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | τσόφλι | τα | τσόφλια |
γενική | του | τσοφλιού | των | τσοφλιών |
αιτιατική | το | τσόφλι | τα | τσόφλια |
κλητική | τσόφλι | τσόφλια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- τσόφλι < μεσαιωνική ελληνική τσόφλι < *εξώφλοιον < αρχαία ελληνική ἔξω + φλοιός < φλέω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
τσόφλι ουδέτερο
- το σκληρό εξωτερικό μέρος του αβγού
- το σκληρό εξωτερικό μέρος των περισσότερων ξηρών καρπών
- (μεταφορικά) Βλάκας, ηλίθιος, ανίκανος, τιποτένιος