τυπωτής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | τυπωτής | οι | τυπωτές |
γενική | του | τυπωτή | των | τυπωτών |
αιτιατική | τον | τυπωτή | τους | τυπωτές |
κλητική | τυπωτή | τυπωτές | ||
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- τυπωτής < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]τυπωτής αρσενικό
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] τυπωτής
|