τυχεράκιας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | τυχεράκιας | οι | τυχεράκηδες |
γενική | του | τυχεράκια | των | τυχεράκηδων |
αιτιατική | τον | τυχεράκια | τους | τυχεράκηδες |
κλητική | τυχεράκια | τυχεράκηδες | ||
Οι καταλήξεις -ιας, -ια προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «γυαλάκιας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
τυχεράκιας αρσενικό
- αυτός που έχει μεγάλη τύχη
Συνώνυμα[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη τυχερός
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
→ δείτε τη λέξη τυχερός
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'γυαλάκιας' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)