υδατογραφία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- υδατογραφία < υδατο- + -γραφία, (απόδοση για τη γαλλική aquarelle)
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /i.ða.to.ɣɾaˈfi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : υ‐δα‐το‐γρα‐φί‐α
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
υδατογραφία θηλυκό
- μέθοδος ζωγραφικής που χρησιμοποιεί χρώματα διαλυτά μέσα στο νερό
- (συνεκδοχικά) έργο τέχνης που χρησιμοποιεί την παραπάνω τεχνική
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα υδατο- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -γραφία (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικές αποδόσεις από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)