υδατοκαλλιέργεια
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- υδατοκαλλιέργεια (νεολογισμός) < υδατο- + καλλιέργεια
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
υδατοκαλλιέργεια θηλυκό
- (αλιεία) εκτροφή υδρόβιων οργανισμών με στόχο τη μελέτη τους ή την πώλησή τους
- (βοτανική) τεχνική καλλιέργειας φυτών κατά την οποία το φυσικό έδαφος αντικαθίσταται με υγρό διάλυμα
Συγγενικά[επεξεργασία]
- υδατοκαλλιεργητής
- υδατοκαλλιεργητικός
- → δείτε τις λέξεις ύδωρ και καλλιεργώ
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
υδατοκαλλιέργεια
υδροπονία
|