υδρεύομαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
υδρεύομαι: παθητική φωνή του ρήματος υδρεύω < αρχαία ελληνική ὑδρεύω < ὕδωρ

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /iˈðɾe.vo.me/

υδρεύομαι

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]
  • → δείτε τη λέξη ύδωρ

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]