υδρομηχανική
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | υδρομηχανική | ||
γενική | της | υδρομηχανικής | ||
αιτιατική | την | υδρομηχανική | ||
κλητική | υδρομηχανική | |||
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
υδρομηχανική θηλυκό
- η μηχανική των ρευστών, επιστήμη που ασχολείται με τη ροή των ρευστών
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
υδρομηχανική
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
υδρομηχανική
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, θηλυκού γένους του υδρομηχανικός
Ομώνυμα / Ομόηχα[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Επέκταση
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ψυχή' στον ενικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά στον ενικό (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα υδρο- (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Κλιτικοί τύποι επιθέτων (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)