υδροξείδιο του ασβεστίου
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | υδροξείδιο του ασβεστίου | ||
γενική | του | υδροξειδίου & υδροξείδιου του ασβεστίου | ||
αιτιατική | το | υδροξείδιο του ασβεστίου | ||
κλητική | υδροξείδιο του ασβεστίου | |||
Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- υδροξείδιο του ασβεστίου < υδροξείδιο + του + ασβεστίου ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική calcium hydroxide)
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
υδροξείδιο του ασβεστίου ουδέτερο
- (χημεία) ανόργανη ένωση με τον χημικό τύπο Ca(OH)₂
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
υδροξείδιο του ασβεστίου
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πρόσωπο' χωρίς πληθυντικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς πληθυντικό (νέα ελληνικά)
- Πολυλεκτικοί όροι με ένα κλιτό (νέα ελληνικά)
- Κλίση ουδέτερων πολυλεκτικών όρων με ένα κλιτό (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Κλιτικοί τύποι ουσιαστικών (νέα ελληνικά)
- Χημεία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)