υδρόλυση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η υδρόλυση οι υδρολύσεις
      γενική της υδρόλυσης* των υδρολύσεων
    αιτιατική την υδρόλυση τις υδρολύσεις
     κλητική υδρόλυση υδρολύσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, υδρολύσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
υδρόλυση < υδρό- + λύση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

υδρόλυση θηλυκό

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]