υλάζω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ποντιακά (pnt)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- υλάζω < αρχαία ελληνική ὑλακτέω + -άζω • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Προφορά[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
υλάζω