υπαστυνόμος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /i.pa.stiˈno.mos/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
υπαστυνόμος αρσενικό ή θηλυκό
- (βαθμός αστυνομίας) ιεραρχικός βαθμός (κατώτερου) αξιωματικού της Ελληνικής Αστυνομίας, κατώτερος του αστυνόμου, ανώτερος του ανθυπαστυνόμου
Υπώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
- ανθυπαστυνόμος
- → δείτε τις λέξεις υπό, αστυνόμος, άστυ και νέμω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
υπαστυνόμος
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ζωγράφος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά κοινού γένους (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα υπ- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -νόμος (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Βαθμοί αστυνομίας (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)