υπερήμερος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /i.peˈɾi.me.ɾos/ αρσενικό
- ΔΦΑ : /i.peˈɾi.me.ɾi/ θηλυκό
- ΔΦΑ : /i.peˈɾi.me.ɾo/ ουδέτερο
Επίθετο
[επεξεργασία]υπερήμερος, -η, -ο
- που δεν εκπληρώνει ή δεν αποδέχεται μια υποχρέωση εγκαίρως ή μέσα στα χρονικά περιθώρια που έχουν συμφωνηθεί
- (κατ’ επέκταση) που έχει υπερβεί τα χρονικά περιθώρια για την εκπλήρωση ή την αποδοχή μιας υποχρεώσης
Εκφράσεις
[επεξεργασία]- υπερήμερος δανειστής : που απορρίπτει, χωρίς δικαιολογίες, εμπρόθεσμη προσφορά εκπλήρωσης μιας οφειλής
- υπερήμερος οφειλέτης : που δεν εκπληρώνει εγκαίρως μια οφειλή του
Συγγενικά
[επεξεργασία]Συνώνυμα
[επεξεργασία]Αντώνυμα
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] υπερήμερος
|