υπεραισθητό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | υπεραισθητό | ||
γενική | του | υπεραισθητού | ||
αιτιατική | το | υπεραισθητό | ||
κλητική | υπεραισθητό | |||
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- υπεραισθητό < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου υπεραισθητός
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
υπεραισθητό ουδέτερο, μόνο στον ενικό
- (λόγιο) το μεταφυσικό
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
(το) υπεραισθητό
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
υπεραισθητό
- (αρσενικό) αιτιατική ενικού του υπεραισθητός
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του υπεραισθητός
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'βουνό' χωρίς πληθυντικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς πληθυντικό (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λόγιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Κλιτικοί τύποι επιθέτων (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)