υπερβατός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- υπερβατός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ὑπερβατός
- για το ουσιαστικοποιημένο < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ὑπερβατόν < αρχαία ελληνική ὑπερβατός)
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /i.peɾ.vaˈtos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : υ‐περ‐βα‐τός
Επίθετο[επεξεργασία]
υπερβατός, -ή, -ό
- που είναι δυνατόν να τον υπερβούν
- (ουσιαστικοποιημένο) υπερβατό: (γραμματική) το υπερβατό σχήμα
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
→ και δείτε τις λέξεις υπερβαίνω, υπέρ και βαίνω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
υπερβατό σχήμα
|
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'καλός' (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)