υπερθέαμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- υπερθέαμα < υπερ- + θέαμα < αρχαία ελληνική θέαμα < θεάομαι / θεῶμαι ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική superspectacle)
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /i.peɾˈθe.a.ma/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
υπερθέαμα ουδέτερο
- εντυπωσιακό θέαμα (στον κινηματογράφο, στο θέατρο κ.λπ.), πλούσια παραγωγή με χορευτικά, μουσική κ.ά.
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
υπερθέαμα