υπερχρεώνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
υπερχρεώνω < υπερ- + χρεώνω

υπερχρεώνω, αόρ.: υπερχρέωσα, παθ.φωνή: υπερχρεώνομαι, π.αόρ.: υπερχρεώθηκα, μτχ.π.π.: υπερχρεωμένος

Συγγενικά

[επεξεργασία]

→ και δείτε τις λέξεις χρεώνω και χρέος

{[clear}}

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]