υποβόσκω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- υποβόσκω < αρχαία ελληνική ὑποβόσκομαι (μεσοπαθητικός τύπος, που χρησιμοποιείτο αποκλειστικά στο γ' πρόσωπο ενεστώτα και παρατατικού)
Ρήμα[επεξεργασία]
υποβόσκω (μεταφορικά)
- υπάρχω χωρίς να γίνεται φανερή η παρουσία μου, υφέρπω, βρίσκομαι σε λανθάνουσα κατάσταση
- π.χ. παρά την ψυχραιμία, υποβόσκει η αγωνία για τα αποτελέσματα
- κάτι αρνητικό, που αυξάνεται ή δυναμώνει υπογείως (ύπουλα)
Σημειώσεις[επεξεργασία]
- Η κυριολεκτική χρήση (που σημαίνει τρώω κρυφά) απαντάται στην αρχαία ελληνική, ενώ η νεοελληνική γλώσσα -που επίσης χρησιμοποιεί τη λέξη μόνο στο γ' πρόσωπο- γνωρίζει αποκλειστικά τη μεταφορική έννοια.
- Δεν πρέπει να συγχέεται με το υποφώσκω, που σημαίνει αχνοφέγγω.
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
υποβόσκω
|